τιμή
(ουσ.)
τιμή
[tiˈmi]
Αξ., Σινασσ., Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. τιμή (στην σημ. 1). Οι σημ. 2 και 3 προφανώς σχετίζονται με τις αρχ. σημ. ‘εκδήλωση λατρείας και σεβασμού προς κάποιον’ και ‘τιμητική προσφορά (προς ανταμοιβή)’.
1. Η ανταλλακτική αξία ενός αγαθού σε σχέση με κάποιο άλλο που το παίρνουμε ως μέτρο
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Τσακώνω τ' τιμή τ'
(Σπάζω την τιμή του˙ Το πουλώ φθηνότερα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Η έκτακτη περιποίηση
Σινασσ.
3. Γεύμα προς τιμήν κάποιου
Σινασσ.