ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιμή (ουσ.) τιμή [tiˈmi] Αξ., Σινασσ., Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. τιμή (στην σημ. 1). Οι σημ. 2 και 3 προφανώς σχετίζονται με τις αρχ. σημ. ‘εκδήλωση λατρείας και σεβασμού προς κάποιον’ και ‘τιμητική προσφορά (προς ανταμοιβή)’.
1. Η ανταλλακτική αξία ενός αγαθού σε σχέση με κάποιο άλλο που το παίρνουμε ως μέτρο ό.π.τ. : || Φρ. Τσακώνω τ' τιμή τ' (Σπάζω την τιμή του˙ Το πουλώ φθηνότερα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Η έκτακτη περιποίηση Σινασσ.
3. Γεύμα προς τιμήν κάποιου Σινασσ.