τινάζω
(ρ.)
τινιάζου
[tiˈɲazu]
Μισθ.
τσινάζω
[tsiˈnazo]
Γούρδ.
τσινάζου
[tsiˈnazu]
Σίλ.
τσ̑ινάζω
[tʃiˈnazo]
Αραβαν.
τινάγω
[tiˈnaɣo]
Μαλακ.
τ͑ινέζω
[tʰiˈnezo]
Αξ.
Παρατατ.
τίναγα
[ˈtinaɣa]
Φάρασ.
Αόρ.
τίναξα
[ˈtinaksa]
Μαλακ., Φάρασ.
τσίναξα
[ˈtsinaksa]
Γούρδ.
τ͑ίνεξα
[ˈtʰineksa]
Αξ.
Παθ.
τ͑ινέζομαι
[tʰiˈnezome]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. τινάζω (στις σημ. 1 και 2) από το αρχ. ρ. τινάσσω με μεταπλ. σε -ζω με βάση το θ. του αορ. Ο τύπ. τινάγω από ν.ε. διαλεκτ. τινάω (Πόντ.) με ανάπτυξη μεσοφωνηνετικού [ɣ]. Για τους τύπ. τσι- πβ. μεσν. ρ. τζινεύω και νεότ. ρ. τσινάω.
1. Κουνώ κάτι δυνατά και επανειλημμένα
ό.π.τ.
:
Τινιάζου ντα φορτσ̑έ μ'
(Τινάζω τα ρούχα μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Ταράζω
Αξ.
:
Τ̔ίνεξε με σiτμάς
(Με τάραξε ο πυρετός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Ξεσκονίζω
Αξ., Σίλ.
4. Παθ., αναπηδώ, πετιέμαι
Αξ.
:
Απλών' το χέρι τ', πσ̑άν' ντο ασ' τα μαλλιά· το κορίτσ̑' τ͑ινέζεται, γουλτών'
(Απλώνει το χέρι του, το πιάνει απ' τα μαλλιά· το κορίτσι τινάζεται, γλυτώνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.