ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τίπκι (επίθ.) τίπκι ['tɯpcɯ] Ουλαγ. τίπκε ['tipce] Φάρασ. τίπχε [ˈtipxe] Κίσκ. dϋπgο̈́ [dypˈgø] Σίλ. τούπκους ['tupkus] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. tıpkı = ίδιος.
Όμοιος, ίδιος ό.π.τ. : Ποίτζ̑εν ντα α νομάτ, τίπκε νομάτ (τα μετέτρεψε σε άνθρωπο, όμοια με άνθρωπο) Φάρασ. -Dawk. Ήγρεψέν ντι κι ένι τίπκε νομάτ (είδε ότι είναι ακριβώς όμοιος με άνθρωπο) Φάρασ. -Dawk. Dϋπgο̈́ μοιάζουσ̑ι κό μας τα σεράϊα (είναι ακριβώς ίδια με τα δικά μας παλάτια) Σίλ. -Dawk. Τσείσι τούπκους βαβά σ' (είσαι ίδιος ο πατέρας σου) Μισθ. -Κοτσαν. Έγδαρεν ο νομάτ το τζαναβάρι, πήριν το πόστι δέβασέν τα σ’η ράση του· 'ἐνότουν τίπχε 'ρκούδι (Έγδαρε ο άνθρωπος το θηρίο, πήρε το τομάρι του, το πέρασε στη ράχη του· έγινε ίδιος αρκούδα) Κίσκ. -Παπαδ. Συνών. αϊνής