τίπκι
(επίθ.)
τίπκι
['tɯpcɯ]
Ουλαγ.
τίπκε
['tipce]
Φάρασ.
τίπχε
[ˈtipxe]
Κίσκ.
dϋπgο̈́
[dypˈgø]
Σίλ.
τούπκους
['tupkus]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. tıpkı = ίδιος.
Όμοιος, ίδιος
ό.π.τ.
:
Ποίτζ̑εν ντα α νομάτ, τίπκε νομάτ
(τα μετέτρεψε σε άνθρωπο, όμοια με άνθρωπο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήγρεψέν ντι κι ένι τίπκε νομάτ
(είδε ότι είναι ακριβώς όμοιος με άνθρωπο)
Φάρασ.
-Dawk.
Dϋπgο̈́ μοιάζουσ̑ι κό μας τα σεράϊα
(είναι ακριβώς ίδια με τα δικά μας παλάτια)
Σίλ.
-Dawk.
Τσείσι τούπκους βαβά σ'
(είσαι ίδιος ο πατέρας σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έγδαρεν ο νομάτ το τζαναβάρι, πήριν το πόστι δέβασέν τα σ’η ράση του· 'ἐνότουν τίπχε 'ρκούδι
(Έγδαρε ο άνθρωπος το θηρίο, πήρε το τομάρι του, το πέρασε στη ράχη του· έγινε ίδιος αρκούδα)
Κίσκ.
-Παπαδ.
Συνών.
αϊνής