τιρμιχλατίζω
(ρ.)
τιρμιχλατίζω
[tirmixlatiˈzo]
Φάρασ.
τιρμιχλατώ
[tirmixlaˈto]
Φάρασ.
τιρμιχλατώου
[tirmixla'tou]
Φάρασ.
Από τουρκ. ρ. tırmıklamak και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. τιρμιχλατώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώ.
Μαζεύω άχυρα με την τσουγκράνα
ό.π.τ.