ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιρμιχλατίζω (ρ.) τιρμιχλατίζω [tirmixlatiˈzo] Φάρασ. τιρμιχλατώ [tirmixlaˈto] Φάρασ. τιρμιχλατώου [tirmixla'tou] Φάρασ. Από τουρκ. ρ. tırmıklamak και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. τιρμιχλατώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε .
Μαζεύω άχυρα με την τσουγκράνα ό.π.τ.