τισιλάτημα
(ουσ. ουδ.)
τ͑ισιλάτημα
[tʰisiˈlatima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. τισιλατίζω, όπου και τύπ. τ͑ισιλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αναστεναγμός, αγκομαχητό