τιτιρέτημα
(ουσ. ουδ.)
τιτιρέdισμα
[titiˈredizma]
Αραβαν.
τιτιρέτημα
[titiˈretima]
Μαλακ.
τ͑ιτ͑ιρέτημα
[tʰitʰiˈretima]
Φάρασ.
τ͑ιτ͑ιρα̈́τημα
[tʰitʰiˈrætima]
Αφσάρ.
Από το ρ. τιτιρεντίζω, όπου και τύπ. τ͑ιτ͑ιρετώ και τ͑ιτ͑ιρα̈τώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τρόμαγμα
:
Το παλληκάρ', τόμην είρε το κορίσ̑', ήρτεν ντο ένα τιτιρέdισμα, πάγωσε και πόμ'νε
(Το παλληκάρι, μόλις είδε την κοπέλα, άρχισε να τρέμει, πάγωσε κι έμεινε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.