ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιτιρέτημα (ουσ. ουδ.) τιτιρέdισμα [titiˈredizma] Αραβαν. τιτιρέτημα [titiˈretima] Μαλακ. τ͑ιτ͑ιρέτημα [tʰitʰiˈretima] Φάρασ. τ͑ιτ͑ιρα̈́τημα [tʰitʰiˈrætima] Αφσάρ. Από το ρ. τιτιρεντίζω, όπου και τύπ. τ͑ιτ͑ιρετώ και τ͑ιτ͑ιρα̈τώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τρόμαγμα : Το παλληκάρ', τόμην είρε το κορίσ̑', ήρτεν ντο ένα τιτιρέdισμα, πάγωσε και πόμ'νε (Το παλληκάρι, μόλις είδε την κοπέλα, άρχισε να τρέμει, πάγωσε κι έμεινε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.