ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιτιρεντίζω (ρ.) τιτιρεdίζω [titire'dizo] Αραβαν. τιτιρετίζω [titire'tizo] Μαλακ. τ͑ιτ͑ιρετίζω [tʰitʰire'tizo] Φάρασ. τιτιρετίζου [titire'tizu] Φάρασ. τ͑ιτ͑ιρα̈τίζω [tʰitʰiræ'tizo] Φάρασ. τ͑ιτ͑ιρεdώ [tʰitʰireˈdo] Σίλ. τ͑ιτ͑ιρετώ [tʰitʰire'to] Φάρασ. τ͑ιτ͑ιρα̈τώ [tʰitʰiræ'to] Αφσάρ., Φάρασ. Αόρ. τιτιρέτσα [titiˈretsa] Μαλακ. τ͑ιτ͑ιρέτ'σα [tʰitʰiˈretsa] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ρ. titremek = τρομάζω, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. titiremek.
Αμτβ., τρέμω, τρομάζω ό.π.τ. : Τα γιαβέρια τ' μπιλέ άρχεψαν να τιτιρεdίζουν (ακόμα και οι υπασπιστές του άρχισαν να τρέμουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. τ͑ιτ͑ιρέτ΄σαν τα πράδα του (Έτρεμαν τα πόδια του) Τσουχούρ. -VLACH Τα σ̑έρια του τ͑ιτ͑ιρεντούσι (Τα χέρια του τρέμουν) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών. οϊουκτίζω