τιτιρεντίζω
(ρ.)
τιτιρεdίζω
[titire'dizo]
Αραβαν.
τιτιρετίζω
[titire'tizo]
Μαλακ.
τ͑ιτ͑ιρετίζω
[tʰitʰire'tizo]
Φάρασ.
τιτιρετίζου
[titire'tizu]
Φάρασ.
τ͑ιτ͑ιρα̈τίζω
[tʰitʰiræ'tizo]
Φάρασ.
τ͑ιτ͑ιρεdώ
[tʰitʰireˈdo]
Σίλ.
τ͑ιτ͑ιρετώ
[tʰitʰire'to]
Φάρασ.
τ͑ιτ͑ιρα̈τώ
[tʰitʰiræ'to]
Αφσάρ., Φάρασ.
Αόρ.
τιτιρέτσα
[titiˈretsa]
Μαλακ.
τ͑ιτ͑ιρέτ'σα
[tʰitʰiˈretsa]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ρ. titremek = τρομάζω, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. titiremek.
Αμτβ., τρέμω, τρομάζω
ό.π.τ.
:
Τα γιαβέρια τ' μπιλέ άρχεψαν να τιτιρεdίζουν
(ακόμα και οι υπασπιστές του άρχισαν να τρέμουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
τ͑ιτ͑ιρέτ΄σαν τα πράδα του
(Έτρεμαν τα πόδια του)
Τσουχούρ.
-VLACH
Τα σ̑έρια του τ͑ιτ͑ιρεντούσι
(Τα χέρια του τρέμουν)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
οϊουκτίζω