τιρτίρης
(ουσ. ουδ.)
τι̂ρτι̂́ρης
[tɯrˈtɯris]
Φλογ.
τ͑ιρτ͑ίρ
[tʰir'tʰir]
Ανακ.
τ͑ερτέρ
[tʰer'ter]
Αξ.
Θηλ.
τουρτούρα
[tɯrˈtɯra]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. tırtıl (< αρμεν. tırtur) = κάμπια, όπου και διαλεκτ. τύπ. tırtır και turtur (THADS, λ. turtur και tırtır I).
Κάμπια των λαχανικών
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Την άνοιξη βγκαίνεις στο Γαφτάγι, τραγωδάς ανdί ζαρζάρα, αρα̈́ το σ̑ειμώ πάλι ανdί τουρτούρα τουρτουρεύ', έρτσ̑εσαι 'υρεύ' να φας
(Το καλοκαίρι βγαίνεις στο βουνό, τραγουδάς σαν τζιτζίκι, ύστερα όμως τον χειμώνα τουρτουρίζεις σαν κάμπια, έρχεσαι και ζητάς να φας˙ για τους μη προνοητικούς ανθρώπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.