τισέω
(ρ.)
τισέου
[tiˈseu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. tıs= σφύριγμα, συριγμός. Πβ. τουρκ. ρ. tıslamak = α) συρίζω β) διαλεκτ. σημ., κλάνω αθόρυβα.
Κλάνω, πέρδομαι
Συνών.
αερίζω :2