ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιρλίκι (ουσ. ουδ.) τιρλίκι [tirˈlici] Αφσάρ., Φάρασ. τιρλίκ' [tirˈlik] Σινασσ. τιλ-λίκι [tilˈliki] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. dirlik (< παλ. τουρκ. tirlik) = α) οθωμ., βιοπορισμός, εισόδημα διατροφής β) γαλήνη, ηρεμία, όπου και διαλεκτ. τύπ. dillik (THADS, λ. dillik I).
1. Βιοπορισμός Σινασσ. Συνών. γκετσίμι :3
2. Στοργή Αφσάρ., Φάρασ. : || Φρ. Τιλ-λίκι φτένω (Στοργή φτιάχνω˙ αγαπιέμαι, ταιριάζω με κάποιον) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
Τροποποιήθηκε: 09/07/2025