τιρλίκι
(ουσ. ουδ.)
τιρλίκι
[tirˈlici]
Αφσάρ., Φάρασ.
τιλ-λίκι
[tilˈliki]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. dirlik (< παλ. τουρκ. tirlik) = α) οθωμ., βιοπορισμός, εισόδημα διατροφής β) γαλήνη, ηρεμία, όπου και διαλεκτ. τύπ. dillik (THADS, λ. dillik I).
Στοργή
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Τιλ-λίκι φτένω
(Στοργή φτιάχνω˙ Αγαπιέμαι, ταιριάζω με κάποιον)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.