ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιρλίκι (ουσ. ουδ.) τιρλίκι [tirˈlici] Αφσάρ., Φάρασ. τιλ-λίκι [tilˈliki] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. dirlik (< παλ. τουρκ. tirlik) = α) οθωμ., βιοπορισμός, εισόδημα διατροφής β) γαλήνη, ηρεμία, όπου και διαλεκτ. τύπ. dillik (THADS, λ. dillik I).
Στοργή ό.π.τ. : || Φρ. Τιλ-λίκι φτένω (Στοργή φτιάχνω˙ Αγαπιέμαι, ταιριάζω με κάποιον) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.