ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιουτιούν (ουσ. ουδ.) τ͑ουτ͑ούνι [tʰu'tʰuni] Τσουχούρ., Φάρασ. τϋτΰν' [tyˈtyn] Δίλ. τιουτιούν' [tçu'tçun] Μισθ. τιουτσούν' [tçuˈtsun] Φλογ. τιτίν' [tiˈtin] Αξ. Από το νεότ. ουσ. τουτούνι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tütün = το φυτό καπνός.
Καπνόφυτο ό.π.τ. : Κόβιξαμ' ντου τιουτιούν μαναχά μας για να τσικνώσουμ' (Κόβαμε τον καπνό μόνοι μας για να καπνίσουμε) Μισθ. -Κοτσαν. Χορτόης θερίσκαμι, τοπλατίνκαμι το φακούδι, τα ροβίθα, το λαθύρι, πααίνκαμι σο τουτούνι (Τον Ιούνιο θερίζαμε, μαζεύαμε τις φακές, τα ρεβίδια, τη φάβα, πηγαίναμε στα καπνά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.