τιουτιούν
(ουσ. ουδ.)
τ͑ουτ͑ούνι
[tʰu'tʰuni]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τϋτΰν'
[tyˈtyn]
Δίλ.
τιουτιούν'
[tçu'tçun]
Μισθ.
τιουτσούν'
[tçuˈtsun]
Φλογ.
τιτίν'
[tiˈtin]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. τουτούνι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tütün = το φυτό καπνός.
Καπνόφυτο
ό.π.τ.
:
Κόβιξαμ' ντου τιουτιούν μαναχά μας για να τσικνώσουμ'
(Κόβαμε τον καπνό μόνοι μας για να καπνίσουμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χορτόης θερίσκαμι, τοπλατίνκαμι το φακούδι, τα ροβίθα, το λαθύρι, πααίνκαμι σο τουτούνι
(Τον Ιούνιο θερίζαμε, μαζεύαμε τις φακές, τα ρεβίθια, τη φάβα, πηγαίναμε στα καπνά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τα τιτίνια φέρισ̑καμ’ ’ς το σπίτ’, δένισ̑καμ’ τα, βολόνιζαμ’ τα, το τιτίν’, χέκισ̑καμ’ τα ’ς ένα ράμμα, κρέμαζαμ’ τα, ξέρωναν
(Τα φύλλα του καπνού τα φέρναμε στο σπίτι, τα δέναμε, τα τρυπούσαμε με βελόνα, τα περνούσαμε σε μια κλωστή, τα κρεμούσαμε, αποξηραίνονταν)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025