τιουτιούν
(ουσ. ουδ.)
τ͑ουτ͑ούνι
[tʰu'tʰuni]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τϋτΰν'
[tyˈtyn]
Δίλ.
τιουτιούν'
[tçu'tçun]
Μισθ.
τιουτσούν'
[tçuˈtsun]
Φλογ.
τιτίν'
[tiˈtin]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. τουτούνι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tütün = το φυτό καπνός.
Καπνόφυτο
ό.π.τ.
:
Κόβιξαμ' ντου τιουτιούν μαναχά μας για να τσικνώσουμ'
(Κόβαμε τον καπνό μόνοι μας για να καπνίσουμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χορτόης θερίσκαμι, τοπλατίνκαμι το φακούδι, τα ροβίθα, το λαθύρι, πααίνκαμι σο τουτούνι
(Τον Ιούνιο θερίζαμε, μαζεύαμε τις φακές, τα ρεβίδια, τη φάβα, πηγαίναμε στα καπνά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.