τιουτιουνιώνα
(ουσ.)
τιουτιουνιώνα
[tçutçuˈɲona]
Μισθ.
Από το ουσ. τιουτιούν και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Kαπνοφυτεία
Μισθ.