τίκτω
(ρ.)
Παθ. Αόρ.
ετέχτα
[eˈtexta]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. τίκτω (αόρ. ἐτέχθην). Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Γεννώ
:
|| Φρ.
Χριστός ετέχτη
(Ο Χριστός γεννήθηκε˙ χαιρετισμός την ημέρα των Χριστουγέννων)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
ευλογεύω, τεκνώνω, γλυτώνω :1
Τροποποιήθηκε: 10/07/2025