τικάτς
(ουσ. ουδ.)
τικάτς
[tiˈkats]
Μαλακ.
Πληθ.
τικάτσια
[tiˈkatsça]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. tıkaç =πώμα.
Πάνινο πώμα κρουνού