-τήρι
(επίθμ.)
-τήρι
[-ˈtiri]
Ανακ., Σίλατ.
-τήρ'
[-ˈtir]
Αξ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
-τσήρ'
[-ˈtsir]
Γούρδ.
-τέρι
[-ˈteri]
Φάρασ.
Μεσν. επίθμ. -τήρι από το αρχ. επίθμ. -τήριον.
Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν αντικείμενο ή όργανο με το οποίο επιτελείται η ενέργεια που δηλώνεται από το ρ.
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
μαγειρευτήρι
(πήλινο αγγείο για ψήσιμο φαγητών στο φούρνο)
Φλογ., Σίλατ.
βοριστήρι
(κόσκινο ή οδοντωτό φτυάρι για τον καθαρισμό του σιταριού από τα άχυρα)
Φάρασ., Σινασσ., Τσουχούρ., Ανακ., Σίλατ., Φκόσ.
β.
Μτφ. (;), ονότητα που κάνει αυτό το οπ. δηλώνεται από το ρ.
Γούρδ.
:
πλεχτήρι
(ανακατωσούρης
)
Γούρδ.