ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-τήρι (επίθμ.) -τήρι [-ˈtiri] Ανακ., Σίλατ. -τήρ' [-ˈtir] Αξ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. -τσήρ' [-ˈtsir] Γούρδ. -τέρι [-ˈteri] Φάρασ. Μεσν. επίθμ. -τήρι από το αρχ. επίθμ. -τήριον.
Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν αντικείμενο ή όργανο με το οποίο επιτελείται η ενέργεια που δηλώνεται από το ρ. Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. : μαγειρευτήρι (πήλινο αγγείο για ψήσιμο φαγητών στο φούρνο) Φλογ., Σίλατ. βοριστήρι (κόσκινο ή οδοντωτό φτυάρι για τον καθαρισμό του σιταριού από τα άχυρα) Φάρασ., Σινασσ., Τσουχούρ., Ανακ., Σίλατ., Φκόσ.
β. Μτφ. (;), ονότητα που κάνει αυτό το οπ. δηλώνεται από το ρ. Γούρδ. : πλεχτήρι (ανακατωσούρης ) Γούρδ.