τζουβάσι
(ουσ.)
τζ̑ουβάσι
[dʒuvasi]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κυβάσιν = ο καρπός του φυτού τερέβινθος, πβ. Iατροσόφ. 732 «ἔπαρον τερένβιθον, ἤγουν κυβάσια καὶ ἄλεσε ταῦτα» (Λεξ. Κριαρ.), πβ. και μεσν. ουσ. κυβάσ(ε)ια = το φυτό τερέβινθος (Pistacia terebinthus) (LBG). Εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Dawkins (1916: 618) από το ουσ. κεράσι.
Τερέβινθος