τζιρίτι
(ουσ. ουδ.)
τζιρίτι
[dziˈriti]
Σίλ.
τζιρίτ
[dziˈrit]
Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τζαλ.
τζ̑ι̂ρι̂́τ
[dʒɯˈrɯt]
Αξ., Ουλαγ.
τζουρούτ
[dzuˈrut]
Μισθ., Τσαρικ.
Θηλ.
τσιρίτα
[tsiˈrita]
Σινασσ.
τζιρίτα
[dziˈrita]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. τζερίτι (Λεξ. Κριαρά), το οπ. από τουρκ. ουσ. cirit = α) ακόντιο β) ακοντισμός, όπου και διαλεκτ. τύπ. cırıt = το τουρκικό παραδοσιακό ομαδικό άθλημα ιππασίας jereed, κατά το οπ. οι ιππείς της μιας ομάδας προσπαθούν να ρίξουν ακόντιο στους ιππείς της αντίπαλης (Redhouse). Πβ. και τουρκ. cirit oyunu = έφιππος ακοντισμός. Για το παιχνίδι βλ. και Ιωακειμίδης (2004: 48-49).
1. Εθιμικό παιχνίδι κονταρομαχίας με άλογα
ό.π.τ.
:
Οπ’ τα ξύλα πατέρας μου παιζινόσκι τζιρίτι
(Με τα ξύλα ο πατέρας μου έπαιζε κονταρομαχία)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Άμε πέ τα να χαζιλατίσουν τ' άβγα, να βγκούμ' σο μεϊντάνι, να σε σινατίσω σην τζιρίτα
(Πήγαινε πες τους να ετοιμάσουν τ' άλογα, να βγούμε στην ανοιχτή πλατεία, να σε δοκιμάσω στην κονταρομαχία)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Καλπασμός
Μισθ., Ουλαγ.