τιβγά
(ουσ. ουδ.)
τ͑ιβγά
[tʰiˈvɣa]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tıvğa (και tıvka, tıvga) = παιδική ασθένεια κατά την οποία το παιδί παρουσιάζει μελανές κηλίδες στο σώμα (THADS 10, λ. tıvga).
Θανατηφόρα ασθἐνεια κατά την οποία το μωρό γεννιέται μελανιασμένο στην περιοχή πἀνω από τα φρύδια μέχρι κα τις φλέβες του κεφαλιού