ουτσουρντίζω
(ρ.)
ουτσ̑ουρτίζου
[utʃur'tizu]
Φάρασ.
ουτσ̑ουρντούζω
[utʃtuˈruis]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ρ. uçurmak = α) κάνω κάποιον να πετάξει β) κόβω μονοκοπανιάς γ) μτφ., επαίρομαι ή ψεύδομαι
Κάνω κάποιον να πετάξει
:
Τα ορνία ουτσ̑ούρντουζεν ντα και στεκότουν. Ετό ναίκα τ’ τσ̑ι είπε «Τ’ ορνία τσ̑ι τα ουσ̑τουρούεις και στέκεσαι;»
(Έκανε τις κότες να προσπαθούν να πετάξουν και στεκόταν (χωρίς να προσπαθεί να τις πιάσει). Και η γυναίκα του είπε «Γιατί (πρώτα) κάνεις τις κότες να πετάξουν και (μετά) στέκεσαι (χωρίς να προσπαθείς να τις πιάσεις);»)
Αραβαν.
-Dawk.