ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουτσουρντίζω (ρ.) ουτσ̑ουρτίζου [utʃur'tizu] Φάρασ. ουτσ̑τουρούζω [utʃturˈuzo] Αραβαν. Από το τουρκ. ρ. uçurmak = α) κάνω κάποιον να πετάξει β) αποκόπτω γ) μτφ., επαίρομαι ή ψεύδομαι
Κάνω κάποιον να πετάξει : Τα ορνία ουτσ̑ούρντουζεν ντα και στεκότουν· ετό ναίκα τ’ τσ̑ι είπε «Τ’ ορνία τσ̑ι τα ουτσ̑τουρούεις και στέκεσαι;» (Έβαζε τις κότες να πετάξουν· και η γυναίκα του τού είπε «Γιατί βάζεις τις κότες να πετάξουν;») Αραβαν. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025