ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουτσουρντίζω (ρ.) ουτσ̑ουρτίζου [utʃur'tizu] Φάρασ. ουτσ̑ουρντούζω [utʃtuˈruis] Αραβαν. Από το τουρκ. ρ. uçurmak = α) κάνω κάποιον να πετάξει β) κόβω μονοκοπανιάς γ) μτφ., επαίρομαι ή ψεύδομαι
Κάνω κάποιον να πετάξει : Τα ορνία ουτσ̑ούρντουζεν ντα και στεκότουν. Ετό ναίκα τ’ τσ̑ι είπε «Τ’ ορνία τσ̑ι τα ουσ̑τουρούεις και στέκεσαι;» (Έκανε τις κότες να προσπαθούν να πετάξουν και στεκόταν (χωρίς να προσπαθεί να τις πιάσει). Και η γυναίκα του είπε «Γιατί (πρώτα) κάνεις τις κότες να πετάξουν και (μετά) στέκεσαι (χωρίς να προσπαθείς να τις πιάσεις);») Αραβαν. -Dawk.