ουτσουρντίζω
(ρ.)
ουτσ̑ουρτίζου
[utʃur'tizu]
Φάρασ.
ουτσ̑τουρούζω
[utʃturˈuzo]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ρ. uçurmak = α) κάνω κάποιον να πετάξει β) αποκόπτω γ) μτφ., επαίρομαι ή ψεύδομαι
Κάνω κάποιον να πετάξει
:
Τα ορνία ουτσ̑ούρντουζεν ντα και στεκότουν· ετό ναίκα τ’ τσ̑ι είπε «Τ’ ορνία τσ̑ι τα ουτσ̑τουρούεις και στέκεσαι;»
(Έβαζε τις κότες να πετάξουν· και η γυναίκα του τού είπε «Γιατί βάζεις τις κότες να πετάξουν;»)
Αραβαν.
-Dawk.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025