οχτρός
(ουσ. αρσ.)
οχτρός
[ox'tros]
Μισθ., Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. ἐχθρός. Ο τύπ. οχτρός ήδη μεσν.
Εχθρός
ό.π.τ.
:
Πάτ'σιαν του χωριό μας οχτροί
(Πάτησαν το χωριό μας εχθροί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αντής, ντουσμάνος, τασίπης