ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οχτρός (ουσ. αρσ.) οχτρός [ox'tros] Μισθ., Σινασσ. Από το αρχ. ουσ. ἐχθρός. Ο τύπ. οχτρός ήδη μεσν.
Εχθρός ό.π.τ. : Πάτ'σιαν του χωριό μας οχτροί (Πάτησαν το χωριό μας εχθροί) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αντής, ντουσμάνος, τασίπης