οχτρός
(ουσ. αρσ.)
οχτρός
[ox'tros]
Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ.
Από το αρχ. ουσ. ἐχθρός. Ο τύπ. οχτρός ήδη μεσν.
Εχθρός
ό.π.τ.
:
Να τον πνίξωμ' κι εκείνον και τα παιδιά τ ' κι αβούτζα να γλυτώσωμε ασ' ένα μέγα οχτρό
(Να τον πνίξουμε κι εκείνον και τα παιδιά του κι έτσι να γλυτώσουμε από ένα μεγάλο εχθρό)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πάτ'σ̑αν του χωριό μας οχτροί
(Πάτησαν το χωριό μας εχθροί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τι σου έκαμα και τόσο μ' έχεις οχτρό σ';
(Τι σου έκανα και με έχεις τόσο σαν εχθρό σου;)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Ο οχτρός μου να μη το διεί
(Να μην το δει ούτε ο εχθρός μου˙ αποτροπαϊκή ευχή)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αντής, ντουσμάνος, τασίπης, Αντίθ
αρκαντάσης, γερένης :1, γιολντάσης
Τροποποιήθηκε: 18/06/2025