οκτώηχος
(ουσ. ουδ.)
οκτώηχος
[oˈktoixos]
Γούρδ.
οχτώηχο
[oˈxtoixo]
Φάρασ.
οφτώηχο
[oftoˈixo]
Μισθ.
φτωήχο
[ftoˈixo]
Αξ.
οχταγιούχο
[oxtaˈʝuxo]
Τελμ.
οχταήχι
[oxtaˈiçi]
Ανακ.
Γεν. Εν.
φτωήχογιου
[ftoˈixoʝu]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. ὀκτώηχος. Ο τύπ. 'φτωήχο με αποβολή του άτονου αρκτ. φων. [o] και ανομ. του [x] > [f] . Ο τύπ. οχταήχι από το μεσν. ουσ. όκτάηχος και το παραγωγ. επίθμ. -ι. Βλ. και νεότ. ουσ. φταήχι, πβ. Ἐρωτοπ. 5.56 «ἤμαθα γὼ τὰ γράμματα κ’ ἤμαθα τὸ φταήχι». Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Οκτώηχος, λειτουργικό βιβλίο της ορθόδοξης εκκλησίας
ό.π.τ.
:
Μαθαίνκαμι το ψαλτήρι τσ̑αι το οχτώηχο να ψάλλουμι σην εκκλεσία
(Μαθαίναμε να διαβάζουμε το ψαλτήρι και τον οκτώηχο στην εκκλησία)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Βιβλία δεν είχαν. Ψαλτήρι. Οχταγιούχο, άλλο τίποτα
(Bιβλία δεν είχαν. Ψαλτήρι, Οκτώηχο, άλλο τίποτα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.