ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καζαντίζω (ρ.) καζανdίζω [kazanˈdizo] Φλογ. qαζανdίζω [qazanˈdizo] Μαλακ. γαζανdι̂́ζω [ɣazanˈdɯzo] Αξ., Αραβαν., Σινασσ., Φάρασ. γαζ̑ανdίζου [ɣaʒanˈdizu] Μισθ. κ͑αζανdώ [gazanˈdu] Ουλαγ. qαζανdώ [qazanˈdo] Φλογ. γαζανdώ [ɣazanˈdο] Σίλ., Σινασσ. γαζανdώου [ɣazanˈdou] Φάρασ. γκαζανdού [gazanˈdu] Ουλαγ. Αόρ. κ͑αζάντζ̑ησα [khaʹzandʒisa] Σίλ. γαζ̑άρτ'σα [ɣaˈʒartsa] Νεότ. ρ. καζαντίζω, το οπ. από το τουρκ. ρ. kazanmak (αόρ. kazandı) = κερδίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Για τον τύπ. γκαζανdού πβ. και τουρκ. διαλεκτ. gazanmak.
1. Κερδίζω χρήματα ό.π.τ. : Πήαν 'ς όργο να qαζανdήσουν παράδια (Πήγαν στην δουλειά να κερδίσουν χρήματα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τούτσ̑οι τρεις τους παγαίν-νουσ̑ι να κ͑αζανdζ̑ήσουσ̑ι παρά (Αυτοί οι τρεις τους πηγαίνουν να κερδίσουν χρήματα) Σίλ. -Dawk. Aπ' εδώ σο λάσ̑ιμος πόσα γρούσα qαζαντάς; (Aπό αυτό το όργωμα πόσα γρόσια κερδίζεις;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Τουτσά οπ 'ρώ τες τρειζ λίρες χεμ κ͑αζάνdζ̑ησι ο̈μbρίν ντου, χεμ κ͑αζάνdζ̑ησι πολλά παρά (Με αυτές τις τρεις λίρες κέρδισε την ζωή του και κέρδισε και πολλά χρήματα) Σίλ. -Dawk. Καζάντ'σεν 'gατ-τό λίρες (Κερδισε εκατό λίρες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Äρ να θωρείς ατό τ' όργο, γαζαντίζεις πουγά παράδα (Αν κάνεις αυτή την δουλειά, κερδίζεις πολλά λεφτά) Φάρασ. -Bağr. Συνών. βγάλλω :1
2. Πλουτίζω ό.π.τ. : Έφ'χαν απουγού νταρά τελευταία, πή'αν Γερμανία, γαζ̑άρτ'σαν (Έφυγαν αποδώ τώρα τελευταία, πήγαν στην Γερμανία, πλούτισαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ούλος ο κόσμος παγαίν' στην Πόλ' και γαζανdά παράδια, νίσκεται άνθρωπος (Όλος ο κόσμος πηγαίνει στην Πόλη και κερδίζει χρήματα, γίνεται άνθρωπος) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. ζεγκινεντίζω