ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καγίσι (ουσ. ουδ.) qαγίσ̑' [qaˈʝiʃ] Μαλακ. γαΐσ̑ι [ɣaˈiʃi] Φάρασ., Φκόσ. γαΐσ̑' [ɣaˈiʃ ] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. kayış = ζώνη, ιμάντας.
1. Ιμάντας, λουρί, κυρίως δερμάτινο Αραβαν., Φάρασ., Φκόσ. : Τα ποστάλε λητεύεις τα μο τα γαΐσε (Τις γκέτες τις δένεις με τα λουριά) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Συνών. λωρί
2. Ζώνη, ζωστήρα Μαλακ., Φάρασ. Συνών. ζώση, ζωστήρα