καγίσι
(ουσ. ουδ.)
qαγίσ̑'
[qaˈʝiʃ]
Μαλακ.
γαΐσ̑ι
[ɣaˈiʃi]
Φάρασ., Φκόσ.
γαΐσ̑'
[ɣaˈiʃ ]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. kayış = ζώνη, ιμάντας.
1. Ιμάντας, λουρί, κυρίως δερμάτινο
Αραβαν., Φάρασ., Φκόσ.
:
Τα ποστάλε λητεύεις τα μο τα γαΐσε
(Τις γκέτες τις δένεις με τα λουριά)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Συνών.
λωρί