καγνί
(ουσ. ουδ.)
καγνί
[kaʹŋi]
Ανακ., Φλογ.
γαγκλί
[ɣaʹŋli]
Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. kağni (< παλαιότ. τουρκ. kaŋlı), όπου και διαλεκτ. τύπ. kañlı = βοϊδάμαξα, με δύο τροχούς (TSS, kañlı (kañlu)).
1. Κάρο, δίτροχη άμαξα
ό.π.τ.
:
Κουβαλέν’gαν τα τεμάτα ’ς αώνι μο τον αραπά, τάμισα μο τα γαγκλία
(Κουβαλούσαν τα δεμάτια με το κάρο στο αλώνι, άλλοι με τα δίτροχα κάρα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Καγνί τσ̑ουβάλ’
(Του κάρου το σακκί˙ μάλλινο υφαντό τσουβάλι για την μεταφορά γεννημάτων)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Αμάξ̑ι καγνί
(Δίτροχη άμαξα˙ δίτροχη βοϊδάμαξα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
2. Συμπαγής τροχός βοϊδάμαξας
Φάρασ.