ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καγνί (ουσ. ουδ.) καγνί [kaʹŋi] Ανακ., Φλογ. γαγκλί [ɣaʹŋli] Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Από το τουρκ. ουσ. kağni (< παλαιότ. τουρκ. kaŋlı), όπου και διαλεκτ. τύπ. kañlı = βοϊδάμαξα, με δύο τροχούς (TSS, kañlı (kañlu)).
1. Κάρο, δίτροχη άμαξα ό.π.τ. : Κουβαλέν’gαν τα τεμάτα ’ς αώνι μο τον αραπά, τάμισα μο τα γαγκλία (Κουβαλούσαν τα δεμάτια με το κάρο στο αλώνι, άλλοι με τα δίτροχα κάρα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Καγνί τσ̑ουβάλ’ (Του κάρου το σακκί˙ μάλλινο υφαντό τσουβάλι για την μεταφορά γεννημάτων) Ανακ. -Κωστ.Α. Αμάξ̑ι καγνί (Δίτροχη άμαξα˙ δίτροχη βοϊδάμαξα) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ190α
2. Συμπαγής τροχός βοϊδάμαξας Φάρασ.