καζαντζής
(ουσ. αρσ.)
γαζανdζής
[ɣazanˈdzis]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. καζαντζής = κατασκευαστής καζανιών, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kazancı = κατασκευαστής καζανιών.
Εισπράκτορας του φόρου της ρακής.