κωλομέρια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
κωλομέρια
[koloˈmerʝa]
Ποτάμ., Σινασσ.
Νεότ. ουσ. κωλομέρια (Λεξ. Σομ.), το οπ. από τα ουσ. κῶλος και μερί (πληθ. μεριά).
Οι γλουτοί
ό.π.τ.
:
Να βγάλεις τα ιλανdζίκια σα μεριά σ’ και σα κωλομέρια σ’
(Να βγάλεις ερυσίπελας στους μηρούς και τους γλουτούς σου· αρά)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Κοτίγιαρα σα μεριά ‘σ και σα κωλομέρια ‘σ
(Κακό σπυρί στα μεριά και τα κωλομέρια σου· αρά)
Σινασσ.
-Βλασ.