ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κωλομέρια (ουσ. ουδ.) κωλομέρια [koloˈmerʝa] Ποτάμ., Σινασσ. Νεότ. ουσ. κωλομέρια (Λεξ. Σομ.), το οπ. από τα ουσ. κῶλος και μερί (πληθ. μεριά).
Γλουτοί ό.π.τ. : Να βγάλεις τα ιλαντζίκια σα μεριά σ’ και σα κωλομέρια σ’ (Να βγάλεις ερυσίπελας στους μηρούς και τους γλουτούς σου· αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Κοτίγιαρα σα μεριά σ’ και σα κωλομέρια σ’ (Κακό σπυρί στα μεριά και τα κωλομέρια σου· αρά) Σινασσ. -Βλασ.
Τροποποιήθηκε: 15/07/2025