κώντικα
(ουσ. θηλ.)
κώνdικα
[ˈkondika]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Τζαλ.
Από το νεότ. ουσ. κώντικας (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το μεσν. ουσ. κώδικας (< μεταγν. κώδηξ), όπου και μεσν. τύπ. κώνδικας με κλειστοποίηση του [ð] > [d]. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. O κώδικας της εκκλησίας όπου καταχωρίζονταν τα έσοδα και τα έξοδα της
Αξ.
β.
Μητρώο, ληξιαρχικό βιβλίο της εκκλησίας
Δίλ., Τζαλ.
:
Κώνdικα σο χωριό δεν είχαμε
(Κώδικα της εκκλησίας στο χωριό δεν είχαμε
)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
2. Η διαδικασία εγγραφής στο βιβλίο της εκκλησίας της επίσημης πράξης αρραβώνα
Ανακ.