ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κώντικα (ουσ. θηλ.) κώνdικα [ˈkondika] Ανακ., Αξ., Δίλ., Τζαλ. Από το νεότ. ουσ. κώντικας (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το μεσν. ουσ. κώδικας (< μεταγν. κώδηξ), όπου και μεσν. τύπ. κώνδικας με κλειστοποίηση του [ð] > [d]. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. O κώδικας της εκκλησίας όπου καταχωρίζονταν τα έσοδα και τα έξοδα της Αξ.
β. Μητρώο, ληξιαρχικό βιβλίο της εκκλησίας Δίλ., Τζαλ. : Κώνdικα σο χωριό δεν είχαμε (Κώδικα της εκκλησίας στο χωριό δεν είχαμε ) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887
2. Η διαδικασία εγγραφής στο βιβλίο της εκκλησίας της επίσημης πράξης αρραβώνα Ανακ.