κωλοντόρραμα
(ουσ. ουδ.)
κωλοντόρραμα
[kolonˈdorama]
Σινασσ.
Από αμάρτ. κωλονdερόραμμα, το οπ. από τα ουδ. ουσ. κωλόντερο και ράμμα = σχοινί, με αφομ. του [e] > [ο] και αποβολή της επάλληλης συλλαβής [rο].
1. Άχρηστα σχοινιά
2. Μτφ., χαρακτηρισμός αδύνατου ανθρώπου
Σινασσ.
Συνών.
αχαμνός, ζαΐφης, Αντίθ
αδρός, βορδώνι :2, γαπάς :1, γκαλίν
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025