ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κωλοντόρραμα (ουσ. ουδ.) κωλοντόρραμα [kolonˈdorama] Σινασσ. Από αμάρτ. κωλονdερόραμμα, το οπ. από τα ουδ. ουσ. κωλόντερο και ράμμα = σχοινί, με αφομ. του [e] > [ο] και αποβολή της επάλληλης συλλαβής [rο].
1. Άχρηστα σχοινιά
2. Μτφ., χαρακτηρισμός αδύνατου ανθρώπου Σινασσ. Συνών. αχαμνός :2, ζαΐφης