ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κωλορρίζι (ουσ. ουδ.) κωρολίζ’ [koroˈliz] Μαλακ. Νεότ. ουσ. κωλορρίζι = παραφυάδα (Mackridge 2021: 80), το οπ. από το μεταγν. ουσ. κῶλος και το αρχ. ουσ. ῥίζα, και το παραγωγ. επίθμ. και αντιμετάθ. των [l] και [r]. Για την σημ. πβ. μεσν. πυγόριζα = κοντή ανθεκτική ρίζα (κατάλληλη για μεταφύτευση).
Βλαστάρι του αμπελιού