κωλορρίζι
(ουσ. ουδ.)
κωρολίζ’
[koroˈliz]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. κωλορρίζι = παραφυάδα (Mackridge 2021: 80), το οπ. από το μεταγν. ουσ. κῶλος και το αρχ. ουσ. ῥίζα, και το παραγωγ. επίθμ. -ι και αντιμετάθ. των [l] και [r]. Για την σημ. πβ. μεσν. πυγόριζα = κοντή ανθεκτική ρίζα (κατάλληλη για μεταφύτευση).
Βλαστάρι του αμπελιού