ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κυλομήλα (ουσ. θηλ.) κυραμήλα [ciraˈmila] Φάρασ. κυλαμήλα [cilaˈmila] Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. κυλομήλα [ciloˈmila] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. κεράμβηλον = α) σκιάχτρο β) είδος σκαθαριού, πβ. Ἡσύχ. Κ 2259 «κεράμβηλον· κήπου προβασκάνιον. καὶ θηρίδιόν τι, ὃ περὶ τὰς συκᾶς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῖπας. ἔνιοι τοὺς κανθάρους, ὡς κέρατα ἔχοντας. τὸν Κέραμβον» με μεταπλ. του γένους και παρετυμολογία προς το ρ. κυλώ και το ουσ. μήλο.
Σκαθάρι, σκαραβαίος ό.π.τ.