ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εβλατλίκι (ουσ. ουδ.) εβλατλι̂́κ' [evlatˈlɯk] Αξ. εβλατλίχι [evlatˈliçi] Σίλ. εβλατλι̂́χ' [evlatˈlɯx] Σίλ., Φλογ. αβλατλούχ' [avlatˈlux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. evlatlık = θετό τέκνο, όπου και διαλεκτ. τύπ. evlatlıh.
1. Υιοθετημένο, θετό τέκνο ό.π.τ. : Εβλατλίχ’ παιδί (Θετό παιδί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. εβλάτι
β. Ψυχοκόρη, ψυχοπαίδι Σίλ.
2. Δικαίωμα κληρονομιάς Σίλ. : 'γάλια τούτσα ένα σ̑έι μη ποίσεις, οπ' τ' εβλατλίχι θε σου βγάλω (Πρόσεξε καλά μην κάνεις τέτοιο πράγμα, θα σε αποκληρώσω) Σίλ. -Συλλ.