εβλατλίκι
(ουσ. ουδ.)
εβλατλι̂́κ'
[evlatˈlɯk]
Αξ.
εβλατλίχι
[evlatˈliçi]
Σίλ.
εβλατλι̂́χ'
[evlatˈlɯx]
Σίλ., Φλογ.
αβλατλούχ'
[avlatˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. evlatlık = θετό τέκνο, όπου και διαλεκτ. τύπ. evlatlıh.
β.
Ψυχοκόρη, ψυχοπαίδι
Σίλ.
2. Δικαίωμα κληρονομιάς
Σίλ.
:
'γάλια τούτσα ένα σ̑έι μη ποίσεις, οπ' τ' εβλατλίχι θε σου βγάλω
(Πρόσεξε καλά μην κάνεις τέτοιο πράγμα, θα σε αποκληρώσω)
Σίλ.
-Συλλ.