στήθος
(ουσ. ουδ.)
στήθο
[ˈstiθo]
Ανακ.
στήχ̇ι
[ˈstixi]
Δίλ.
Από το αρχ. (ήδη ομηρ.) ουσ. στῆθος. Ο τύπ. στήχ̇ι από το μεσν. ουσ. στήθι, το οπ. με μεταπλ. από τον πληθ. τα στήθη < το στῆθος.