ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στήθος (ουσ. ουδ.) στήθο [ˈstiθo] Ανακ. στήχ̇ι [ˈstixi] Δίλ. Από το αρχ. (ήδη ομηρ.) ουσ. στῆθος. Ο τύπ. στήχ̇ι από το μεσν. ουσ. στήθι, το οπ. με μεταπλ. από τον πληθ. τα στήθη < το στῆθος.
Στήθος : Πιάνισ̑καμ' ζεστά, πλάκα βάλλισ̑καμ' στο στήχ̇ι τ' (Παίρναμε ζεστά, βάζαμε ζεστή πλάκα στο στήθος του) Δίλ. -Κωστ.Μ. Συνών. γκοβίς, καρδιά, σαλάκα