τσελίκι
(ουσ. θηλ.)
τσ̑ελίκιν
[tʃeˈlicin]
Φάρασ.
τσ̑ελίκ’
[tʃeˈlik]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Τροχ., Φάρασ.
τσιλίκ’
[tsiˈlik]
Τροχ.
Θηλ.
τσελίκα
[tseˈlika]
Φλογ.
τσ̑ελίκα
[tʃeˈlika]
Μαλακ.
τσ̑έλικα
[ˈtʃelika]
Φλογ.
τσάλικε
[ˈtsalice]
Μισθ.
τσ̑άλικα
[ˈtʃalika]
Φλογ.
τσαλίκα
[tsaˈlika]
Σινασσ.
Αρσ.
τσ̑έλικας
[ˈtʃelikas ]
Ανακ., Φλογ.
Νεότ. ουσ. τζελίκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. çelik (< παλαιότ. τουρκ. çalık = χτύπημα) = α) ατσάλι β) καταβολάδα γ) μικρό τεμάχιο ξύλου.
1. Μικρή ράβδος με την οποία παίζεται το ομώνυμο παιχνίδι, το κοινό ξυλίκι
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
:
Φάιζαμ' το τσ̑άλικα, μικρό ένα ξύλο
(Χτυπάγαμε το ξυλίκι, ένα μικρό ξύλο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
β.
Το παιχνίδι ξυλίκι
Φλογ.
2. Ατσάλι
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Τό σίδερον χωρίς, τό τσ̑ελίκιν χωρίς
(Το σίδερο χωριστά, το ατσάλι χωριστά˙ Για τον διαχωρισμό ανόμοιων πραγμάτω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.