ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσελίκι (ουσ. θηλ.) τσ̑ελίκιν [tʃeˈlicin] Φάρασ. τσ̑ελίκ’ [tʃeˈlik] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Τροχ., Φάρασ. τσιλίκ’ [tsiˈlik] Τροχ. Θηλ. τσελίκα [tseˈlika] Φλογ. τσ̑ελίκα [tʃeˈlika] Μαλακ. τσ̑έλικα [ˈtʃelika] Φλογ. τσάλικε [ˈtsalice] Μισθ. τσ̑άλικα [ˈtʃalika] Φλογ. τσαλίκα [tsaˈlika] Σινασσ. Αρσ. τσ̑έλικας [ˈtʃelikas ] Ανακ., Φλογ. Νεότ. ουσ. τζελίκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. çelik (< παλαιότ. τουρκ. çalık = χτύπημα) = α) ατσάλι β) καταβολάδα γ) μικρό τεμάχιο ξύλου.
1. Μικρή ράβδος με την οποία παίζεται το ομώνυμο παιχνίδι, το κοινό ξυλίκι Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. : Φάιζαμ' το τσ̑άλικα, μικρό ένα ξύλο (Χτυπάγαμε το ξυλίκι, ένα μικρό ξύλο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
β. Το παιχνίδι ξυλίκι Φλογ.
2. Ατσάλι Φάρασ. : || Παροιμ. Τό σίδερον χωρίς, τό τσ̑ελίκιν χωρίς (Το σίδερο χωριστά, το ατσάλι χωριστά˙ Για τον διαχωρισμό ανόμοιων πραγμάτω) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.