τσεβιλντίζω
(ρ.)
Αόρ.
τσ̑εβιλντάτσα
[tʃevilˈdatsa]
Ουλαγ.
Aπό το τουρκ. ρ. çevirilmek (αόρ. çevirildi)· πβ. και τουρκ. ρ. kıvrılmak = στριμώχνομαι σε στενό μέρος (για τους τύπους βλ. Salan 2019: 77).
Ζαρώνω, πτήσσομαι
:
Iτσ̑ά ντα γιαβρία τσ̑εβιλντάτσαν
(Αυτά τα κοτόπουλα μαζεύτηκαν (ενν. από τον φόβο τους) σε ένα σημείο)
Ουλαγ.
-Dawk.