Παρασκευή
(ουσ. θηλ.)
Παρασκευή
[parasceˈvi]
κ.α., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ.
Παρασ̑κευή
[paraʃceˈvi]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Φλογ.
Παρασ̑τσ̑ευή
[paraʃtʃeˈvi]
Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
Παρασ̑τζ̑ευή
[paraʃdʒeˈvi]
Φάρασ.
Παρασ̑ευή
[paraʃeʹvi]
Φάρασ.
Παρασκευγή
[parasceˈvʝi]
Σίλ.
Παρατσ̑ευγή
[paratʃeˈvʝi]
Φάρασ.
Παρασ̑κεή
[paraʃceˈi]]
Μισθ.
Παρασκεβιά
[parasceˈvʝa]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ουσ. Παρασκευή (< αρχ. ουσ. παρασκευή = προετοιμασία).
1. Παρασκευή, η έκτη ημέρα της εβδομάδας
ό.π.τ.
:
Μάνα, σ̑ήμερα Πέφτης, σάbαχτα Παρασ̑κευή ’ναι
(Μάνα, σήμερα Πέμπτη, αύριο Παρασκευή είναι)
Αξ.
-Μαυροχ.
Σηκούσαν την Παρασκευή το πρωί, σωρένκεν ο γαμπρός τις τόστοι του να υπάνε σα ξύα
(Σηκώνονταν την Παρασκευή, μάζευε ο γαμπρός τους φίλους του να πάνε για ξύλα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εμείς σο χωριό μας κάνισκαμ’ λουτρουργιά Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή
(εμείς στο χωριό μας, κάναμε λειτουργία Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σε περάσουμι Ετ-τάφιο απ' κάτου Μεγάλην Μπαρασκευή
(Θα περάσουμε κάτω από τον Επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Παρασ̑κευή νύχτα ήψαμε σ' αλών' ένα νισ̑κιά
(Την Παρασκευή τη νύχτα ανάψαμε στο αλώνι μια φωτιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Την Παρασ̑κευή ας βγεί επάνω σο γιαζί με το ασκέρι τ' να βγώ και εγώνα, να το χορτάσω
(Την Παρασκευή ας βγει στον κάμπο μαζί με το στρατό του, να βγω κι εγώ να τους χορτάσω όλους)
Ποτάμ.
-Dawk.
Εγώ να ποίκου δου δου στεφάνωμα, Σαββάτου μέρα, Παρασκευή να ποίκου τσαού ένα γλένdι ογώ
(θα κάνω το γάμο ημέρα Σάββατο, την Παρασκευή θα κάνω εδώ ένα γλέντι εγώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Μέγα Παρασ̑ευή
(Μεγάλη Παρασκευή˙ η προπαραμονή του Πάσχα)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
|| Παροιμ.
Η κάτα 'ς άλειμμα τζὄφτασε τζ̑αι είπεν τι ένι Παρασ̑τζ̑ευή
(Η γάτα δεν έφτασε στο βούτυρο, και είπε ότι είναι Παρασκευή˙ όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
|| Ασμ.
Τετράτ’ και Παρασκευή δεν τρώγει κιριάς
(Τετάρτη και Παρασκευή δεν τρώει κρέας)
-Αινατζ.
2. Ως γυναικείο βαφτιστικό όνομα
κ.α., Μαλακ., Μισθ.
β.
Με τον τύπ. Παρασκεβιά, χαρακτηρισμός ανθρώπου αφελούς και ανισόρροπου
Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 23/08/2025