παρασπορίζομαι
(ρ.)
παρασπορίζομαι
[paraspoˈrizome]
Φλογ.
Από το ουσ. παρασπόρι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Παραχωρώ χωράφι σε γεωργό να το καλλιεργήσει αντ' εμού