γάρος
(ουσ. ουδ.)
γάρος
[ˈɣaros]
Αξ.
Πιθ. από το αρχ. ουσ. ὁ γάρος = άρμη, μεσν. σημ. ‘σάλτσα από εντόσθια ψαριών'. Η μεταβολή γέν. στο ουδ. ήδη μεταγν. Για την σημ. πβ. το κοινό ρ. γαριάζω. Η σημ. ‘ρύπος γενικώς’ και Χίος (ΙΛΝΕ, λ. γάρος).
Η ακαθαρσία της πίπας
Πβ.
λέρα :1