ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάρος (ουσ. ουδ.) γάρος [ˈɣaros] Αξ. Πιθ. από το αρχ. ουσ. ὁ γάρος = άρμη, μεσν. σημ. ‘σάλτσα από εντόσθια ψαριών'. Η μεταβολή γέν. στο ουδ. ήδη μεταγν. Για την σημ. πβ. το κοινό ρ. γαριάζω. Η σημ. ‘ρύπος γενικώς’ και Χίος (ΙΛΝΕ, λ. γάρος).
Η ακαθαρσία της πίπας Πβ. λέρα
Τροποποιήθηκε: 11/04/2025