ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλίναρο (ουσ. ουδ.) πλίναρο [ˈplinaro] Ποτάμ. Αγν. ετύμ. Πιθ. σχετίζεται με το ουσ. πλημμάρι = τόπος υγρός, πλημμυρισμένος.
Χωράφι : Μεγάλα μικρά, πλίναρα τα ήλεγαμ', χωράφια δεν ήλεγαμ' (Είτε ήταν μικρά είτε ήταν μεγάλα, τα λέγαμε πλίναρα, δεν λέγαμε "χωράφια") Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ321 Να πάμε σου πλίναρό μας, σου νύχτα μας το πλίναρο (Να πάμε στο χωράφι μας, στο νυχτερινό μας χωράφι, δηλ. στο χωράφι που ποτίζεται νύχτα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ321 Τ' Άη-Γιωργιού το πλίναρο προπάντων λιναρόσπορο το σπέρναν ή χασ̑-χασ̑' (Το χωράφι της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου κυρίως το έσπερναν με λιναρόσπορο ή με χασίς) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ321
Τροποποιήθηκε: 15/06/2025