πλήναρο
(ουσ. ουδ.)
πλήναρο
[ˈplinaro]
Ποτάμ.
Από το μεσν. επίθμ. πληνάριος =ολοκληρωμένος με παραγωγ. επίθμ. -ο., πβ. μεταγν. πληναρία = πληρότητα.
Μεγάλο χωράφι
Τελμ.