ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πληγή (ουσ. θηλ.) πλη'ή [pliˈi] Ανακ., Φάρασ. Αρχ. ουσ. πληγή.
Πληγή ό.π.τ. : Άνοιζεν πλη’ή και βγ̇αίνισ̑κεν (άνοιγε η πληγή και έβγαζε (ενν. πύον)) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. Πλη’ή γίομωσε (η πληγή γέμισε˙ το απόστημα γέμισε πύον) Ανακ. -Κωστ.Α.