πληγή
(ουσ. θηλ.)
πλη'ή
[pliˈi]
Ανακ., Φάρασ.
Αρχ. ουσ. πληγή.
Πληγή
ό.π.τ.
:
Άνοιζεν πλη’ή και βγ̇αίνισ̑κεν
(άνοιγε η πληγή και έβγαζε (ενν. πύον))
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Πλη’ή γίομωσε
(η πληγή γέμισε˙ το απόστημα γέμισε πύον)
Ανακ.
-Κωστ.Α.