πιτζί
(ουσ. ουδ.)
πιdζί
[piˈdzi]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. bici = στομάχι ζώου (THADS, λ. bici III).
Το στομάχι των ζώων
Σινασσ.