πιστόμι
(ουσ. ουδ.)
πιστόμι
Σινασσ.
πιστόμ’
[piˈstom]
Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ.
π͑ιστόμ’
[pʰiˈstom]
Αξ.
πιστόμια
[piˈstomɲa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ.
Από το μεσν. επίθ. ἐπιστόμιος = αυτός που καλύπτει κάτι, με ουσιαστ. του ουδ. τύπ. ἐπιστόμιον > ἐπιστομιν > ’πιστόμ’.
1. Το κάλυμμα του φούρνου, το πέτρινο ή χειροποίητο πήλινο στεφάνι που έβαζαν στο επάνω μέρος του τουντουριού για να μην τρώγονται τα χείλη
ό.π.τ.
:
π͑ιστόμ’ του τουνdούρ’
(το στόμιο του τουντουριού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Ειδικότ, συνήθ. στον πληθ., το χείλος του τουντουριού που εξέχει προς τα έξω
ό.π.τ.