ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πίσσα (ουσ.) πίσσα [ˈpisa] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Φκόσ., Φλογ. π͑ίσσα [ˈpʰisa] Αξ. πις [pis] Αξ. Από το αρχ. ουσ. πίσσα.
1. Πίσσα ό.π.τ. : Τα μέσα μ' έν-ναν μαύρα σον το πίσσα ασ' το έφαγα το ξύλο (η μέση μου έγινε μαύρη σαν τη πίσσα από το ξύλο που έφαγα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φέρ' τα τρία 'ς ένα τόπος, και το εριττά το πίσα και το κονών απάνω τνε (φέρνει τα τρία σε ένα μέρος μαζί και λιώνει την πίσσα και τη χύνει πάνω τους) Φλογ. -Dawk. Πήγε και άλειψεν πίσα σο σ̑οινίκ, και γιαπουσ̑τούρσεν ένα λίρα, και πήρεν ντο και πήγεν σο βασιλέα (πήγε και άλειψε με πίσσα το μέτρο και κόλλησε μία λίρα και το πήρε και το πήγε στον βασιλιά) Ποτάμ. -Dawk.
2. Συνεκδοχ., η κόλασ Φκόσ.
Συνών. κατράμι