ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πίσσα (ουσ.) πίσσα [ˈpisa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Φκόσ., Φλογ. πις [pis] Αξ. Από το αρχ. ουσ. πίσσα.
1. Πίσσα ό.π.τ. : Τα μέσα μ' έν-ναν μαύρα 'σον το πίσσα ασ' το έφαγα το ξύλο (Η μέση μου έγινε μαύρη σαν την πίσσα από το ξύλο που έφαγα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φέρ' τα τρία 'ς ένα τόπος, και το εριττά το πίσσα και το κονών' απάνω τ'νε (Φέρνει τα τρία σε ένα μέρος μαζί και λιώνει την πίσσα και τη χύνει πάνω τους) Φλογ. -Dawk. Πήγε και άλειψεν πίσσα σο σ̑οινίκ', και γιαπουσ̑τούρσεν ένα λίρα (Πήγε και άλειψε με πίσσα το μέτρο και κόλλησε μία λίρα) Ποτάμ. -Dawk.
2. Συνεκδοχ., η κόλαση Φκόσ.
Συνών. κατράμι
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025