ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιγέρι (ουσ. ουδ.) τζ̑ιγέρ' [dʒiˈʝer] Καππ. τζ̑ιέρ' [dʒiˈer] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Δίλ., Τροχ., Φλογ. τζ̑ιγκάρι [dʒiˈgari] Σίλ. Πληθ. γκζάρια [΄gzarʝa] Μισθ. Aπό το τουρκ. ουσ. ciğer = συκώτι. Πβ. και νεότ. ουσ. τζιγέρη, η.
1. Συκώτι Καππ. : || Φρ. Τζιεριού κολφή (Κορφή του συκωτιού˙ Αφαλός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κάγεν το τζιέρι μ' (Κάηκαν τα σωθικά μου˙ Διψάω πολύ) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Συνών. συκώτι
2. Στον πληθ., πνεύμονες Μισθ., Σίλ. : || Φρ. Τζ̑ιγκαριού τ' άλι -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τζ̑ιέρ' αλ'χνό (Κόκκινο συκώτι˙ Πνευμόνι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. πλεμόνι :1, φυσγόνι :1