τζιγέρι
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ιγέρ'
[dʒiˈʝer]
Καππ.
τζ̑ιέρ'
[dʒiˈer]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Δίλ., Τροχ., Φλογ.
τζ̑ιγκάρι
[dʒiˈgari]
Σίλ.
Πληθ.
γκζάρια
[΄gzarʝa]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. ciğer = συκώτι. Πβ. και νεότ. ουσ. τζιγέρη, η.
1. Συκώτι
Καππ.
:
|| Φρ.
Τζιεριού κολφή
(Κορφή του συκωτιού˙ Αφαλός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κάγεν το τζιέρι μ'
(Κάηκαν τα σωθικά μου˙ Διψάω πολύ)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
συκώτι
2. Στον πληθ., πνεύμονες
Μισθ., Σίλ.
:
|| Φρ.
Τζ̑ιγκαριού τ' άλι
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Τζ̑ιέρ' αλ'χνό
(Κόκκινο συκώτι˙ Πνευμόνι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
πλεμόνι :1, φυσγόνι :1