τζιβιλτούς
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιβιλτ͑ούς
[tʃivilˈtʰus]
Από το τουρκ. ουσ. cıvıltı = κελάηδημα.
Κελάηδημα
Συνών.
τζιβλάημα