τζιβλαΐζω
(ρ.)
τζ̑ιβλαΐζου
[ʤivla'izu]
Μισθ.
τσ̑ιβλαΐζου
[tʃivla'izu]
Μισθ.
ντιβλαΐζω
[divlaˈizo]
Δίλ.
τσ̑ιβιλετίζω
[tsivile'tizo]
Φάρασ.
Αόρ.
τζ̑ιβλάτ'σα
[ʤiˈvlatsa]
Μισθ.
τσουβλάντ'σα
[tsuˈvlantsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. cıvıldamak = κελαηδώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. civildemek (THADS, λ. civildemek).
1. Κελαηδώ
ό.π.τ.
:
Ακούου ντα πουλιά να τσ̑ιβλαΐζ'νι
(Ακούω τα πουλιά να κελαηδούν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'ξέης, τσουβλάντ'σις, χάλασις ντου 'μόν ντου σπίτ', χάλασις τσ̑ι του σον ντου σπίτ'
(Βγήκες (τσαλαπετεινέ), κελάηδησες (πρόωρα), χάλασες το δικό μου το σπίτι (επειδή έβγαλα τα πρόβατα μου στο βουνό και ψόφησαν από την κακοκαιρία), χάλασες και το δικό σου το σπίτι (επειδή ψόφησες από την κακοκαιρία))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Χάραξιν ανατολή, τζ̑ιβλάτ'σαν τα πουλιά
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Mτφ., ρητορεύω ασταμάτητα
Μισθ.