ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συκώτι (ουσ. ουδ.) συκώτι [siˈkoti] Φάρασ. συγκώτι [siˈgoti] Φάρασ. σ'κώτ' ['skot] Αξ., Μισθ. σ̑'κώτ' [ʃkot] Φερτάκ. Από το μεσν. ουσ. συκώτι.
Συκώτι ό.π.τ. : Πήρεν το κορτζόκκο το συγκώτι, τσ̑αι το φσ̑όκκο το τζ̑ουφάλι (Πήρε το κοριτσάκι το συκώτι και το αγοράκι το κεφάλι) Φάρασ. -Dawk. Τα σ'κώτια σ' κάφεις τα (Τα συκώτια σου τα καις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Έφαιν ντα σ'κώτια μ' (Μου έφαγε τα συκώτια˙ Με έπρηξε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. τζιγέρι :1