συκώτι
(ουσ. ουδ.)
συκώτι
[siˈkoti]
Φάρασ.
συγκώτι
[siˈgoti]
Φάρασ.
σ'κώτ'
['skot]
Αξ., Μισθ.
σ̑'κώτ'
[ʃkot]
Φερτάκ.
Από το μεσν. ουσ. συκώτι.
Συκώτι
ό.π.τ.
:
Πήρεν το κορτζόκκο το συγκώτι, τσ̑αι το φσ̑όκκο το τζ̑ουφάλι
(Πήρε το κοριτσάκι το συκώτι και το αγοράκι το κεφάλι)
Φάρασ.
-Dawk.
Τα σ'κώτια σ' κάφεις τα
(Τα συκώτια σου τα καις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Έφαιν ντα σ'κώτια μ'
(Μου έφαγε τα συκώτια˙ Με έπρηξε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
τζιγέρι :1