στυφός
(επίθ.)
στυφύς
[stiˈfis]
Φάρασ.
Πληθ.
στυφέ
[stiˈfe]
Φάρασ.
Από το μεταγν. επίθ. στυφός, με μεταπλ. κατά τα επίθ. σε -ύς πιθ. κατά τα αψύς, δριμύς Ο τύπ. στυφύς μεσν., πβ. Σούδ. Ο 1082 «ἑπτὰ γάρ εἰσι χυμοί, γλυκύς, πικρός, ὀξύς, δριμύς, στυφύς».
Στυφός στην γεύση
:
|| Παροιμ.
Γλυτσ̑α̈́ γλυτσ̑α̈́ έφαες τα, στυφα̈́ στυφα̈́ 'άν’dα 'νεβολιστείς
(Γλυκά γλυκά τα έφαγες, στυφά στυφά θα τα ξεράσεις˙ Οι ένοχες απολαύσεις πληρώνονται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.