συλλειτουργιά
συλλειτουργιά
[silituˈrʝa]
Μισθ., Φερτάκ.
συλλείντουργια
[si'lidurʝa]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
Μεσν. ουσ. συλλειτουργία = Θεία Λειτουργία που τελείται από δύο ή περισσότερους κληρικούς, Από το πρόθμ. συν- και το μεταγν. ουσ. λειτουργία (αρχ. σημ. ‘η δαπάνη στην οποία υποβάλλονταν με εντολή της πολιτείας ή και εθελοντικά οι πλούσιοι Αθηναίοι πολίτες για να προσφέρουν υπηρεσία στην πόλη ή στον λαό’).
Μεγάλο μνημόσυνο με συνεστίαση
ό.π.τ.
:
Ταπάν Τσερετζή έουμ' Απόστιλη συλλειτουργιά
(Την άλλη Κυριακή έχουμε το μνημόσυνο του Απόστολου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
συλλείτουργο