συνδαυλίζω
(ρ.)
συνdαυλίζω
[sindaˈvlizo]
Φάρασ.
συνταυλώ
[sindaˈvlo]
Φάρασ.
Από το νεότ. ρ. συνδαυλίζω και συδαυλίζω (Λεξ. Σομ., λ. tizzonare), το οπ. από το πρόθμ. συν- και το ουσ. δαυλός και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Συνδαυλίζω, ανακινώ τα ξύλα στο τζάκι για να δυναμώσει η φλόγα
:
|| Παροιμ.
Την αβντίδα, να μην ντα συνdαυλείς, τζ̑ο άφτει
(To δαυλί, αν δεν το συνδαυλίζεις, δεν ανάβει˙ Τίποτα δεν γίνεται χωρίς προσωπική προσπάθεια ή εμπλοκή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Tα τζιλίδε μην ντα συνdαυλίζεις, άφτουν
(Τα αποκαΐδια μην τα συνδαυλίζεις, ανάβουν˙ Δεν πρέπει κανείς να πηγαίνει γυρεύοντας για να επιδεινώσει μιά κατάσταση)
Φάρασ.
-Κελεκ.