ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συνδαυλίζω (ρ.) συνdαυλίζω [sindaˈvlizo] Φάρασ. συνταυλώ [sindaˈvlo] Φάρασ. Από το νεότ. ρ. συνδαυλίζω και συδαυλίζω (Λεξ. Σομ., λ. tizzonare), το οπ. από το πρόθμ. συν- και το ουσ. δαυλός και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Συνδαυλίζω, ανακινώ τα ξύλα στο τζάκι για να δυναμώσει η φλόγα : || Παροιμ. Την αβντίδα, να μην ντα συνdαυλείς, τζ̑ο άφτει (To δαυλί, αν δεν το συνδαυλίζεις, δεν ανάβει˙ Τίποτα δεν γίνεται χωρίς προσωπική προσπάθεια ή εμπλοκή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Tα τζιλίδε μην ντα συνdαυλίζεις, άφτουν (Τα αποκαΐδια μην τα συνδαυλίζεις, ανάβουν˙ Δεν πρέπει κανείς να πηγαίνει γυρεύοντας για να επιδεινώσει μιά κατάσταση) Φάρασ. -Κελεκ.