συμπεθεριάζω
(ρ.)
σ̑υμεγεριάζω
[ʃimeʝeˈrʝazo]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. συμπενθεριάζω. Πβ. συμπέθερος, όπου και τύπ. θηλ. σ̑υμεγερά.
Συμπεθεριάζω